- ψευτοφυλλάδα
- η, Ν1. έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, που δημοσιεύει ψευδείς ειδήσεις ή ανακρίβειες2. μτφ. άνθρωπος που λέει συνεχώς ψέματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ- τού ψεύτης + φυλλάδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευτοφυλλάδα — η 1. φυλλάδα (εφημερίδα, έντυπο) γεμάτη ψευδολογίες ή με περιεχόμενο ανάξιο λόγου. 2. ψευδολόγος: Σου είναι μια ψευτοφυλλάδα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)